- συλλογιστικῶς
- συλλογιστικόςinferentialadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλογιστικώς — Α επίρρ. βλ. συλλογιστικός … Dictionary of Greek
συλλογιστικός — ή, ό / συλλογιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ. γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.) 2. φρ … Dictionary of Greek